Σκέφτομαι ελεύθερα

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 15 Ιουνίου 2019

Μόνο μια λύση υπάρχει στις εκλογές

15/6/2019

Μόνο μια λύση υπάρχει στις εκλογές

Δημήτρης Αποστολόπουλος
Διαπιστώνω προεκλογικά, ότι οι προτεινόμενες πολιτικές των κομμάτων  δεν αποτελούν εναλλακτικές λύσεις για το μέλλον της χώρας. Αντίθετα, η κοινή συνισταμένη τους αποτελεί το πρόβλημα καθαυτό, κατά την άποψή μου. Λύση υπάρχει, μόνο που είναι κάποια άλλη η οποία δεν έχει προταθεί από κανένα κόμμα. Η στόχευση στην αναγέννηση της χώρας, η οποία και είναι εφικτή μόνο με  πανεθνική συνεννόηση.


Πολιτικοί αρχηγοί και κομματικά στελέχη, ενίοτε πρόσφατα μεταγραφέντα ή υπό μεταγραφή πολιτικά σκουπίδια, διατείνονται με στόμφο ότι αποτελούν τις εναλλακτικές λύσεις. Αναμφίβολα είναι λύσεις  εναλλαγής διαχειριστών στην εξουσία, όμως λύσεις για τη χώρα δεν είναι. Οι προτεινόμενες πολιτικές των κομμάτων έχουν συνθηματικό χαρακτήρα ως επί το πλείστον. Ως ένα βαθμό κατανοητό, κάθε προεκλογική περίοδος ανέκαθεν προσφέρεται για συνθήματα, όχι για ανάλυση προτάσεων. Αναμφίβολα, κάθε πολιτικό πρόγραμμα θα βρίσκεται αναρτημένο κάπου στο διαδίκτυο, αλλά πόσοι από μας θα μπουν στον κόπο να λάβουν γνώση; Συνεπώς δε γίνεται ουσιαστικός πολιτικός διάλογος προεκλογικά, γεγονός εν πολλοίς αναμενόμενο.

Ο μέσος εκλογέας, καλείται να επιλέξει μεταξύ προτάσεων οι οποίες περιέχουν για παράδειγμα  μείωση φορολογίας στον α ή στον β συντελεστή.  Το σκεπτικό των πολιτικών προτάσεων, προβλέπει ότι η μείωση της φορολογίας θα φέρει επενδύσεις και ως προέκταση αυτού θα έχουμε ανάπτυξη. Πόσοι από μας όμως έχουμε τις γνώσεις για να αξιολογήσουμε την προηγούμενη «συνεπαγωγή»; Η μείωση της φορολογίας συνεπάγεται επενδύσεις, οι οποίες συνεπάγονται την ανάπτυξη και τελικά τη μείωση της ανεργίας; Όλα αυτά θα γίνουν αυτόματα, χωρίς άλλες προϋποθέσεις; Δεν επηρεάζονται από άλλες παραμέτρους; Θα ήταν αφελές αν πιστεύαμε κάτι τέτοιο. Αν υπήρχε μαγικό κουμπί στην οικονομία, θα το είχαμε πατήσει προ πολλού. Εξάλλου πρέπει να τονιστεί ότι η χώρα δεν είναι ελεύθερη, επομένως η όποια εξαγγελία θα εφαρμοστεί υπό την αίρεση ότι δεν θα έχουν αντιρρήσεις οι δυνάστες-δανειστές-εταίροι-θεσμοί-τρόικα, ή με μια λέξη το Βερολίνο.

Οφείλω λοιπόν εδώ, να κάνω μια διαπίστωση. Οι προτάσεις όλων των κομμάτων και ιδιαίτερα εκείνων που έχουν κυβερνητικές βλέψεις, «πάσχουν» εν γένει, για μια σειρά από λόγους τους οποίους και εξηγώ, ως εξής: Είναι γενικόλογες και νεφελώδεις, προτάσσουν το επιθυμητό αποτέλεσμα και όχι τον τρόπο επίτευξής του, είναι αποσπασματικές και δε στηρίζονται σε κάποια συνολική στρατηγική για την ανάταξη της χώρας, έχουν ευκαιριακό χαρακτήρα με στόχο πρωτίστως το θυμικό μας, είναι λογικά ή/και επιστημονικά αίολες σε πολλές περιπτώσεις, συνεπώς και είναι εξαιρετικά αμφίβολης εφικτότητας.

Μετά τις διαπιστώσεις αυτές, είμαι υποχρεωμένος να αναρωτηθώ: Επιδιώκουν σκόπιμα τη σύγχυση του λαού και τον εγκλωβισμό του σε ευκαιριακές και επιμέρους πολιτικές; Προτάσσουν σκόπιμα το «δέντρο», για να μη σκέφτεται κανείς το «δάσος»; Εκμεταλλεύονται με τον πιο αισχρό τρόπο την οικονομική δυσπραγία μας, η οποία και είναι αποτέλεσμα των δικών τους πολιτικών; Λένε πάλι ψέματα; Αν ναι, είναι πολιτικά ανέντιμοι, κυνικά αρπακτικά της εξουσίας, παντελώς αδιάφοροι για το λαό, είναι δηλαδή επικίνδυνοι. Αν όχι, τότε έχουν την ικανότητα να κάνουν όσα λένε, αλλά και το δέον γενέσθαι; Σε ό,τι με αφορά πάντως, δεν είμαι πεπεισμένος για κανένα από τα δύο.
  
Προεκτείνοντας λοιπόν την προηγούμενη σκέψη μου, καθίσταται σαφές ότι η αξιολόγηση των προτάσεων με όρους ανάλυσης δεν είναι εφικτή. Αυτό προκύπτει, με δεδομένο ότι ο μέσος πολίτης δε διαθέτει τα απαραίτητα στοιχεία, ενδεχομένως ούτε τις γνώσεις, αλλά ούτε και τη διάθεση ώστε να προβεί σε ανάλυση. Συνεπώς, θα επιλέξει με βάση τη διαίσθηση ή το θυμικό του.  Μια επιλογή είναι και η αποχή, στο μέτρο βέβαια που αυτή έχει χαρακτηριστικά πολιτικής στάσης. Είναι δε πιθανό, η αποχή να είναι τόσο  μεγάλη ώστε να αναδειχτεί σε πρώτο «κόμμα». Συνοψίζοντας, καταλήγουμε στα κριτήρια βάσει των οποίων θα κάνει τις επιλογές του ο μέσος (σε γνώσεις ή πολιτική ανάμειξη) πολίτης. Η τιμωρία ή επιβράβευση της νυν κυβέρνησης, η εκδήλωση ελπίδας, συμπάθειας, αντιπάθειας ή θυμού σε πρόσωπα ή κόμματα και τέλος η έκφραση απογοήτευσης ή απέχθειας για την ίδια την πολιτική. Αυτά είναι τα κριτήρια που έχουν τον πρώτο λόγο.

Τούτων δοθέντων, θα επιλέξουμε μια πρόταση (κόμμα) την οποία και δεν αντιλαμβανόμαστε με σαφήνεια εκ των προτέρων (σε προεκλογικό χρόνο). Σε αυτή την περίπτωση, είναι εμφανής η ομοιότητα του σκεπτικού μας ως λαού, με προηγούμενες περιπτώσεις (εκλογές) στις οποίες αποφασίσαμε κατά τον ίδιο τρόπο. Αποτελούν δε κοινό τόπο και τα αποτελέσματα των προηγούμενων επιλογών μας. Γνωστά μεν, πλην όμως ας υπενθυμίσω τα πλέον κρίσιμα, δηλαδή: οικονομική καταστροφή, απώλεια κυριαρχίας, κίνδυνοι περαιτέρω επιδείνωσης με εθνικές, ακόμα και εδαφικές απώλειες, πολυποίκιλες και σοβαρότατες κοινωνικές επιπτώσεις. Αν λοιπόν σκεπτόμαστε και πράττουμε με τον ίδιο τρόπο, για ποιο λόγο να αισιοδοξούμε πως αυτή τη φορά θα έχουμε ένα καλύτερο αποτέλεσμα;

Η απάντηση προκύπτει αβίαστα, άλλωστε πρόκειται για ένα ρητορικό ερώτημα. Είναι αυταπόδεικτο, το αποτέλεσμα θα είναι ίδιο αν όχι ακόμα χειρότερο. Προσωπική μου άποψη, αλλά με βάση τα προηγούμενα, είναι ότι τα πράγματα θα συνεχίσουν να επιδεινώνονται, όσο δεν αποφασίζουμε να «το πάρουμε αλλιώς». Ακόμα και μια εθνική τραγωδία δεν μπορεί να αποκλειστεί, λυπάμαι αλλά πρέπει να το σκεφτούμε κι αυτό, πριν να είναι αργά. Συνοπτικά, θα πρότεινα να σκεφτούμε νηφάλια, με βάση την ψυχρή λογική, χωρίς συναισθηματισμούς και αυθόρμητες αντιδράσεις. Αυτό νομίζω οφείλουμε να πράξουμε, αν δεχτούμε πως αποφασίζουμε για την ίδια την ύπαρξη της χώρας, ημών των ιδίων, των παιδιών μας, αλλά και των μελλοντικών γενεών.

Η σοβαρότητα είναι επιβεβλημένη από την κρισιμότητα των καταστάσεων. Ας μην παρασυρθούμε από τη μισοαστεία-μισοσοβαρή προσέγγιση των τηλεοπτικών πάνελ. Οι συμμετέχοντες (με κάποιες εξαιρέσεις), δεινόσαυροι της δημοσιογραφίας με πολλά εισαγωγικά, νέοι τηλεοπτικοί αστέρες, γνωστοί γυρολόγοι πολιτικάντηδες και σύγχρονοι επίδοξοι πολιτικοί καριερίστες, είναι όλοι τους μια καλοστημένη παγίδα/απάτη. Ας τους αγνοήσουμε, μήπως αποφύγουμε και τη σύγχυση που επιδιώκουν να μας προκαλέσουν.   

Πολλοί θα συμφωνήσουμε με την άποψη ότι ο κυβερνήτης μας θα πρέπει να είναι και έντιμος και ικανός ταυτόχρονα. Είναι σημαντικό τα κριτήρια να τεθούν και τα δύο μαζί, αθροιστικά. Τούτο ας τεθεί λοιπόν ως αναγκαία προϋπόθεση, ώστε να δοθεί η λαϊκή εντολή στον όποιο πολιτικό αρχηγό, προκειμένου αυτός να κυβερνήσει τη χώρα. Γνώμονας παραμένει η επωφελής για το παρόν και το μέλλον του τόπου διακυβέρνηση.  Ωστόσο, το κυβερνητικό έργο δεν μπορεί να περιορίζεται στην ευκαιριακή, απλή διαχείριση των εκάστοτε επιμέρους θεμάτων, εφόσον και όταν αυτά προκύπτουν. Αν δηλαδή η πολιτική ηγεσία δεν διαθέτει συνολική στρατηγική ώστε η Ελλάδα να βελτιώνεται αδιαλείπτως και να καταστεί χώρα πρότυπο, τότε αυτή είναι ακατάλληλη και ενδεχομένως επικίνδυνη. Όταν ο πολιτικός δεν προσθέτει αξία στη χώρα, τότε της αφαιρεί αξία. Στασιμότητα δεν υπάρχει στο σημερινό κόσμο.

Πότε όμως πληρούνται οι παραπάνω δύο προϋποθέσεις/κριτήρια και ποιος θα αποφασίσει περί αυτού; Αναμφίβολα, θα μπορούσε καθένας μας να δώσει τη δική του προσέγγιση ως προς τούτο. Παρ’ όλα αυτά, θα επιχειρήσω να παραθέσω μονολεκτικά ορισμένα επιμέρους χαρακτηριστικά του πολιτικά έντιμου και ταυτόχρονα ικανού, ιδανικού μας κυβερνήτη. 

Πρώτο κριτήριο – Έντιμος Κυβερνήτης
Έντιμος δεν είναι μόνο εκείνος που δεν κλέβει το δημόσιο χρήμα. Αντίθετα, η έννοια του πολιτικά έντιμου ηγέτη επεκτείνεται, ενδεικτικά και όχι περιοριστικά, και στα εξής: Υπευθυνότητα, Ειλικρίνεια, Ανιδιοτέλεια.
Αναμφίβολα, τα χαρακτηριστικά του πολιτικά έντιμου κυβερνήτη δύνανται να αναλυθούν περαιτέρω, αλλά και να συμπληρωθούν με άλλα. Όμως, για τις ανάγκες του παρόντος άρθρου, τα προηγούμενα αρκούν.

Δεύτερο κριτήριο – Ικανός Κυβερνήτης
Η αξιολόγηση του πολιτικού σ’ αυτό το δεύτερο κριτήριο έχει έννοια, αν και μόνο αν αυτός πληροί τις προϋποθέσεις του πρώτου. Οποιοσδήποτε δεν διαθέτει τα προηγούμενα, απορρίπτεται αυτόματα ως ακατάλληλος ή/και επικίνδυνος. Επιπλέον, ο «κατάλληλος» κυβερνήτης πρέπει να είναι αποτελεσματικός στα μεγάλα και κρίσιμα ζητήματα, δηλαδή να διαθέτει ικανότητες όπως: Όραμα, Στρατηγική αντίληψη, Πολιτικό αισθητήριο, Διοικητικές ικανότητες.
Υπάρχει όμως αυτός ο πολιτικός; Προσωπικά πάντως, πιστεύω πως δεν υπάρχει. Τα μεν μικρά κόμματα δε διαθέτουν τη λαϊκή εντολή, συνεπώς ο ρόλος τους θα περιοριστεί σε  «δεκανίκι» των μεγάλων στην καλύτερη περίπτωση. Από την άλλη πλευρά, τα μεγάλα κόμματα δεν έχουν πρόθεση να προβούν σε ρηξικέλευθες μεταρρυθμίσεις, τις οποίες και έχει ανάγκη η χώρα. Ο λόγος απλός και διαχρονικά σταθερός, δηλαδή το πολιτικό κόστος. Αν αποφάσιζαν  να «σπάσουν αυγά» θα έρχονταν σε ρήξη με τα συμφέροντα και το ίδιο το σύστημα που τους ανέδειξε. Έτσι το αναγκαίο για τη χώρα, παραχωρεί τη θέση στο «κομματικά ορθό», χάριν της αποφυγής του κόστους και της επανεκλογής του κόμματος στην εξουσία. Τούτων δοθέντων, γίνεται σαφές ότι κανένα εκ των υφιστάμενων κομμάτων δεν πληροί αθροιστικά τους όρους πολιτικής εντιμότητας και ικανότητας για την ανάληψη της εξουσίας.

Συμπερασματικά και μέχρι εμφανίσεως στο προσκήνιο ενός νέου χαρισματικού ηγέτη, μία είναι η λύση. Εκ των πραγμάτων, επιβάλλεται να υπάρξει (η ευρύτερη δυνατή) πανεθνική συμφωνία, μεταξύ των πολιτικών παρατάξεων. Μια ουσιαστική δηλαδή πολιτική δέσμευση όλων, ενώπιον του κυρίαρχου λαού, με περιεχόμενο την εθνική στρατηγική για τις επόμενες δεκαετίες. Η Ελλάδα έχει ανάγκη ένα σταθερό στρατηγικό πλαίσιο δράσης, στους κρίσιμους για την επιβίωση και την αναγέννησή της τομείς. Ως τέτοιοι νοούνται η οικονομία, τα εθνικά θέματα και η διαφύλαξη του ελληνικού πολιτισμού. Κάθε πολιτική δύναμη θα έχει την ευκαιρία να διαφοροποιηθεί σε επιμέρους πολιτικές, όχι σε στρατηγικές επιλογές τις οποίες ούτως ή άλλως δε διαθέτει καν σήμερα. Πάντως, οι εκτιμήσεις μου ως προς το μέλλον δεν είναι αισιόδοξες. Οι κάθε μορφής άρχουσες ελίτ, των κομματικών μηχανισμών περιλαμβανομένων σε αυτές, θα αντισταθούν μέχρις εσχάτων προκειμένου να μην αμβλυνθεί η επιρροή τους στο σύστημα εξουσίας. Μόνη ελπίδα, να αποδείξουμε ως λαός ότι πράγματι είμαστε οι κυρίαρχοι στη χώρα μας.

Τέλος, αν παρ’ ελπίδα μας προλάβουν δυσάρεστες εξελίξεις στα εθνικά θέματα, τότε ίσως αναγκαστούμε, αντί εθνικής συνεννόησης να καταφύγουμε σε κυβέρνηση εθνικής ανάγκης. Σε αυτή την περίπτωση, εκ των υστέρων, θα αναρωτηθούμε «γιατί δε συνεννοούμασταν από πριν;». Είναι κι αυτό μια πρόοδος, η κατανόηση δηλαδή της κρισιμότητας των περιστάσεων και της ανάγκης για την  προσήλωση όλων σε μια πανεθνική συστράτευση δυνάμεων. Εύχομαι μόνο, να μην είναι ήδη αργά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε το σχόλιό σας στο λευκό κουτί και αν θέλετε να ειδοποιηθείτε για την απάντηση τσεκάρετε το κουτάκι "Να λαμβάνω ειδοποιήσεις".