Σκέφτομαι ελεύθερα

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Η πατρίδα και οι... "νουν έχουσι"


Δημήτρης Αποστολόπουλος




Ο πόλεμος είναι το έσχατο μέσο για την υπεράσπιση της πατρίδας. Όμως, ο πόλεμος δε μπορεί να νοείται μονοσήμαντα, με την κλασική έννοια του όρου. Πόλεμος γίνεται και μέσω της οικονομίας και δια της πολιτισμικής υπονόμευσης ενός λαού, αλλά και με τα διχαστικά ιδεολογικά διλήμματα, τα οποία τίθενται στην κοινωνία, σε εφαρμογή του "διαίρει και βασίλευε". Η σκόπιμη συσκότιση και παραχάραξη της ιστορίας ενός έθνους, αποτελεί επίσης μορφή "ακήρυχτου" πολέμου. Ομοίως. η κακοποίηση της γλώσσας μας, δια του εννοιολογικού ακρωτηριασμού και της αισθητικής απογύμνωσης, είναι επίθεση κατά της διάνοιας του Έλληνα, δηλαδή μια συγκεκαλυμμένη μορφή πολέμου.


Ένας κατάλογος με τις διάφορες μορφές αναίμακτου πολέμου, μπορεί να είναι μακροσκελής και οπωσδήποτε δεν περιορίζεται στις προηγούμενες. Παρ’ όλα αυτά, αρκεί να αναφερθώ στις πλέον επικίνδυνες όψεις ενός πολέμου, ο οποίος δε γίνεται αντιληπτός ως τέτοιος. Πρόκειται για τον καλούμενο και ως υβριδικό πόλεμο, δηλαδή πολυμορφικό και πάντως πέραν της κλασσικής του έννοιας (ένοπλης αναμέτρησης). Αλλά, δεν έχω σκοπό να χρησιμοποιήσω εδώ τον όρο «υβριδικός πόλεμος», με τον τρόπο που θα το έκανε κάποιος ειδικός. Επομένως, δανείζομαι τον όρο χάριν συντομίας, παρεκκλίνοντας ίσως του, κατά τους ειδικούς, ορισμού και περιεχομένου του.

Από τα προηγούμενα, γίνεται σαφές ότι ένας πόλεμος με «ήπια» μέσα είναι συνήθως αθόρυβος, διότι δεν έχει τόσο άμεσα και απτά αποτελέσματα, όπως μια ένοπλη σύρραξη. Συνεπώς, πρόκειται για έναν ύπουλο πόλεμο, εξ αυτού, δε, καθίσταται και ιδιαίτερα επικίνδυνος. Συγκεκριμένα, σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, θα αναφερθώ στη συνέχεια σε τι συνίσταται η υβριδική επίθεση την οποία υφίσταται η χώρα και η κοινωνία μας. Κατά την άποψή μου, τα ακόλουθα εξηγούν εν πολλοίς τη σημερινή μας κατάσταση, αλλά αποτελούν και μια εκτίμηση για τη μελλοντική, επί τα χείρω, εξέλιξή της.

Αναφέρομαι πρώτα στην πτώχευση της χώρας και τη δυσχέρεια της τελευταίας δεκαετίας, διότι αυτή η πραγματικότητα είναι σαφώς αποτυπωμένη στην αντίληψη του καθενός μας. Δε χρειάζεται να αποδείξει κανείς ότι όλα αυτά έχουν ήδη επισυμβεί, διότι τα βιώνουμε ως οδυνηρή εμπειρία. Όμως, η πτώχευση δεν ήταν παρά το αποτέλεσμα, της προηγούμενης πραγματικότητας. Η κρίση είναι το αιτιατό και όχι το αίτιο, πέραν φυσικά των παραγόντων που αφορούν τη διεθνή οικονομική κατάσταση (κρίση). Ακριβέστερα, η μεταπολιτευτική Ελλάδα τελούσε «υπό πολιορκία» επί δεκαετίες, ώστε να καταλήξει στο αποτέλεσμα της πτώχευσης. Πολιορκητές της δεν ήταν άλλοι, παρά εμείς οι ίδιοι οι Έλληνες.

Εκθρέψαμε όλοι μας, από κοινού, ένα τέρας, μια υποτιθέμενη δημοκρατία, της κομματοκρατίας, της παραγωγικής αποδυνάμωσης της χώρας, της συναλλαγής και της εν γένει σήψης στο δημόσιο βίο μας. Οι πολιτικοί είδαν το κράτος ως τσιφλίκι τους και το διαχειρίστηκαν ως τέτοιο. Διόρισαν άκριτα στρατιές υπαλλήλων, με σκοπό την κομματική τους ωφέλεια. Διασπάθισαν απροκάλυπτα, κατέκλεψαν και κατασπατάλησαν το δημόσιο χρήμα. Αλλά, όλα αυτά, δεν έγιναν ερήμην μας. Ήμασταν όλοι παρόντες όταν συνέβαιναν, τα γνωρίζαμε και επειδή δεν αντιδράσαμε, είμαστε συνεργοί τους. Εθιστήκαμε ως κοινωνία στο αντιπαραγωγικό κράτος και στην κρατικοδίαιτη οικονομία, βασισμένη σε ένα σαθρό παραγωγικό μοντέλο. Αρκεστήκαμε στο να λεγόμαστε και όχι στο να γίνουμε «Ευρωπαίοι», παραμένοντας στον τεχνολογικό μεσαίωνα, αφού τότε η εισαγωγή νέας τεχνολογίας στην παραγωγή και στο κράτος γινόταν με ρυθμό βραδύτερο εκείνου της χελώνας.

Οι «εταίροι» στην ΕΕ, γνώριζαν τι συμβαίνει στη χώρα μας. Σκόπιμα όμως, δεν αντέδρασαν πριν και προς αποφυγή της πτώχευσης, αλλά κατόπιν αυτής, ώστε να ελέγξουν τη χώρα και τον πλούτο της δια της οικονομικής ασφυξίας. Αλλά εκείνοι, έχουν τα δικά τους συμφέροντα, σύμφωνα με αυτά έπραξαν. Οι Έλληνες όμως, είχαμε κάθε λόγο για να αντιδράσουμε εγκαίρως και να ανακόψουμε την επικίνδυνη πορεία μας προς τη χρεοκοπία. Δεν το πράξαμε, διότι η κοινωνία μας βολεύτηκε στην εύκολη λύση. Διατελέσαμε, ως κοινωνία, στην μεταπολιτευτική ύπνωση και υπήρξαμε πρόθυμοι ως «συναλλασσόμενοι» με το άθλιο πολιτικό κατεστημένο. Η κοινωνία μας δεν αντέδρασε στην επίπλαστη ευδαιμονία, διότι καθένας μας έβλεπε μόνο τι έχει να δώσει το κράτος στον ίδιο. Δεν είδαμε, ως σύνολο, ότι το κράτος είμαστε όλοι εμείς και ότι σε λίγο δεν θα έχει κανείς λαμβάνειν παρά το μη έχοντος.

Με άλλα λόγια, δε βλέπαμε πέρα από τη μύτη μας. Πιστέψαμε ότι πράγματι η ευδαιμονία μας υπήρξε προϊόν του μόχθου και των ικανοτήτων μας. Ζήσαμε με αυταπάτες, συμμετείχαμε στο «πάρτι» και εξ αυτού ήταν αναμενόμενο να αδρανήσουμε, αφού καθένας μας κοίταζε τη δική του «πάρτη», αδιαφορώντας ή όντας ανίκανος να αντιληφθεί τι μας περιμένει ως σύνολο. Όμως, όλα αυτά, είναι πλέον ιστορία και η αναφορά τους γίνεται πλέον μόνο για λόγους «διδακτικούς». Φαίνεται δηλαδή, από το πάθημα, τι μας περιμένει αν κοιτάζει καθένας τον εαυτούλη του αποκλειστικά και μόνο. Αν είναι εξαιρετικά φειδωλός στην ανάλωση φαιάς ουσίας, όταν πρόκειται να κρίνει περί του κοινού συμφέροντος και για το μέλλον της κοινωνίας, στην οποία εντάσσεται.  

Τούτων δοθέντων, βρισκόμαστε σήμερα ως σύνολο (και) προ άλλων προκλήσεων. Εφόσον λοιπόν  το προηγούμενο πάθημα μας δίδαξε κάτι, λογικά, η συλλογική μας αντίδραση θα διαφέρει της προηγούμενης. Εφόσον δηλαδή, το υπόδειγμα της απάθειας και του άκρατου ατομισμού απέτυχε, οφείλουμε στο παρόν να ενδιαφερθούμε εγκαίρως για τα του κοινού μας οίκου. Να προστατέψουμε την ίδια μας την ελληνικότητα, ως τρόπο σκέψης, κουλτούρα και εν γένει στάσης ζωής. Να διαφυλάξουμε τη γλώσσα μας, διότι ο λόγος είναι η λογική μας, αυτή δηλαδή που μας επιτρέπει να αντιλαμβανόμαστε, να αναλύουμε και να κρίνουμε ορθά  οτιδήποτε συμβαίνει γύρω μας.

Εξηγώ λοιπόν περαιτέρω, όποιος μιλά ελληνικά, σκέφτεται επίσης στα ελληνικά. Χρησιμοποιεί δηλαδή τη γλώσσα και ως μέσο μιας οποιασδήποτε λογικής διεργασίας. Επομένως, η αντίληψη των πραγμάτων, η ανάλυση, η κρίση, η εξαγωγή συμπερασμάτων κοκ, εξαρτάται άμεσα και από την κατάσταση που βρίσκεται το «εργαλείο» της γλώσσας. Είναι λοιπόν προφανές ότι η, σκόπιμη ή μη, κακοποίηση ή σταδιακή απαξίωση της γλώσσας μας θα έχει ολέθριες συνέπειες μακροπρόθεσμα. Το ίδιο βέβαια ισχύει και για την άγνοια ή συσκότιση ή διαστρέβλωση και παραχάραξη της ιστορίας μας. Δυστυχώς, αν σε κάθε περίσταση, αγνοούμε το προηγούμενο (ιστορικό) παράδειγμα, τότε δεν θα έχουμε ορθή αντίληψη ούτε και για την παρούσα πραγματικότητα.  

Ομοίως, ο ελληνικός πολιτισμός στο σύνολό του, δεν είναι λογικό να απαξιώνεται από εμάς τους ίδιους. Η ξενολαγνεία και η αναζήτηση ξένων προτύπων που διακατέχει τον Νεοέλληνα, είναι ανάγκη να επανεξεταστούν απ’ τον καθένα μας, ως προς τις πιθανές τους συνέπειες. Προσωπικά πάντως, θεωρώ ότι ο επιχειρούμενος από δεκαετιών αφελληνισμός μας, αποτελεί μεθοδευμένη επίθεση στην υπόσταση του Έλληνα, ως λογικού όντος. Όποιος λοιπόν έξωθεν κατευθύνει την επίθεση αυτή, είναι «υβριδικός εχθρός» για τον ελληνισμό. Επειδή όμως η ιστορία επαναλαμβάνεται, δεν θα είναι κάποιος ξένος υπεύθυνος για τη δική μας μελλοντική εθνική συρρίκνωση. Όπως και στην περίπτωση της οικονομίας, η δική μας απάθεια και αδράνεια θα αποτελέσουν τα κύρια αίτια.

Ο εξωτερικός εχθρός, έχει συμφέρον να βγάλει από τη μέση τον Έλληνα ως ορθολογικό ον, ώστε να μην αντιλαμβάνεται την επίθεση που υφίσταται και στα άλλα «μέτωπα» του υβριδικού πολέμου. Αν αυτό το «εμπόδιο» εκλείψει, τότε ο δρόμος της ολοσχερούς επικράτησης του εχθρού, θα είναι πλέον ορθάνοικτος. Θα υποστούμε επομένως μια πραγματική ήττα, χωρίς να προηγηθεί πραγματικός (ένοπλος) πόλεμος. Συγκεκριμένα, αντί για αεροπλάνα, καράβια και τανκς, θα επιτευχθεί πραγματική άλωση, δια της (συνεχιζόμενης) ύπνωσης και της καλλιεργούμενης απάθειας. Μιας αδράνειας, η οποία θα είναι αποτέλεσμα της στέρησης ορθής κρίσης, εκ μέρους του καθενός μας. Τότε, κατόπιν εορτής, απλά θα διαπιστώσουμε ότι χρεοκοπήσαμε ως λογικά όντα, αυτή τη φορά. Εν τέλει, κατά τη γνώμη μου, θα έχουμε υποστεί μια καταστροφή ανεπανόρθωτη, πολύ μεγαλύτερη από την προηγηθείσα, την οικονομική.

Ανοίγουμε λοιπόν εμείς οι ίδιοι τις «πύλες», διευκολύνοντας τον εχθρό. Με άλλες λέξεις, του δίνουμε ένα είδος «δικαίωμα», τον προκαλούμε να εντείνει τον πόλεμο, αφού οι αντιστάσεις μας είναι μειωμένες. Τούτο και συμβαίνει με ένα άλλο, επίσης «υβριδικό όπλο», την επικοινωνία. Ο ρόλος της σε έναν πόλεμο, είναι γνωστός από αρχαιοτάτων εποχών. Πολύ περισσότερο η επιτυχία της ως πολεμικού μέσου, η οποία και αυξάνεται, όσο η ορθολογική κρίση των αποδεκτών μειώνεται. Ως δέκτες λοιπόν των επικοινωνιακών μηνυμάτων, γινόμαστε «καταναλωτές» πληροφορίας, η οποία και καταφθάνει με καταιγιστικούς ρυθμούς. Άλλωστε, είναι πλέον τόσο δημοφιλής η έννοια των fake news. Ειδήσεων δηλαδή παντός περιεχομένου, εκ των οποίων, μεγάλο ποσοστό αξιολογούνται ως αναξιόπιστες.

Μισές αλήθειες, ετεροχρονισμός ή/και απόκρυψη γεγονότων,  διαστρέβλωση της πραγματικότητας και συστηματική στόχευση στο ηθικό και την ετοιμότητα του λαού, αριστοτεχνικά και συντονισμένα «σερβίρονται» σε αφθονία. Επιπλέον, έχουν ιδιαίτερη σημασία, η ανάλυση και ο σχολιασμός της πληροφορίας (είδησης), από τα ίδια τα μέσα ενημέρωσης. Μια αρνητική εξέλιξη μετατρέπεται σε θετική, ή μετριάζεται η σημασία της, συνοδευόμενη από τον κατάλληλο σχολιασμό. Φυσικά, το αυτό ισχύει και αντιθέτως. Επομένως, η κρίση του δέκτη είναι καθοριστικής σημασίας, για το αν η όποια στοχευμένη παραπληροφόρηση, θα επιτύχει τους σκοπούς της.

Είναι δηλαδή επιβεβλημένη, η κριτική έναντι της παθητικής αποδοχής της πληροφορίας. Τούτο όμως, δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί, εφόσον ο δέκτης της πληροφορίας στερείται ορθολογικής κρίσης. Ως εκ τούτου, ο εθισμένος στην απαξίωση των θεμάτων που άπτονται της συλλογικής ευθύνης δέκτης, αδυνατεί να αξιολογήσει το «ειδικό βάρος» της κάθε είδησης. Κατόπιν αυτού, είναι δυνατόν να παραμένει απαθής, ακόμα κι όταν βρίσκεται ενώπιον σοβαρών εξελίξεων που σχετίζονται άμεσα με το συλλογικό μας γίγνεσθαι. Φαινομενικά, «δεν τον αφορά το θέμα», αν αυτό δε σχετίζεται με το ατομικό του συμφέρον, υπό στενή έννοια.

Αλλά, αν η διεργασία λήψης του μηνύματος είναι περίπου αυτή, ο Έλληνας εθίζεται να δέχεται παθητικά εκφράσεις όπως «τουρκική μειονότητα της Θράκης». Θεωρεί άνευ σημασίας μια τέτοια φράση, δεν του αποσπά καν την προσοχή, έστω και κατ’ ελάχιστο. Ο Έλληνας σήμερα είναι πλέον, πολύ «Ευρωπαίος», για να δώσει σημασία σε κάτι τέτοιο. Όσο ενδιαφέρεται ο Βέλγος ή ο Ολλανδός «πολίτης της ΕΕ», τόσο ενδιαφέρεται και ο Έλληνας. Αιτιολογικά μεν, έχει μια δικαιολογία, εφόσον αγνοεί ότι η μειονότητα στη Θράκη είναι θρησκευτική (μουσουλμανική) και όχι εθνική (τουρκική). Προηγουμένως όμως, ευρισκόμενος σε κατάσταση ύπνωσης, είχε ήδη παραχωρήσει το «δικαίωμα» να του αφαιρέσουν και την ικανότητα κριτικής σκέψης.

Σε κάθε περίπτωση, το προηγούμενο είναι απλό παράδειγμα, η απάθεια θα συνεχιστεί σε πλήθος ανάλογων περιπτώσεων. Θα θεωρηθεί αδιάφορο από πολλούς, αν σήμερα η Τουρκία εισβάλει στο Συριακό έδαφος, βαφτίζοντας την εισβολή ως «δημιουργία ζώνης ασφαλείας». Αλλά, δε θα είναι, νομίζω, το ίδιο αδιάφοροι αν αύριο θελήσουν οι Τούρκοι να δημιουργήσουν μια ανάλογη ζώνη εντός της μελλοντικής ελληνικής ΑΟΖ, ή ακόμα και εντός των 12 μιλίων από τις ελληνικές ακτές. Επομένως, μπορεί να αποβεί εξαιρετικά επικίνδυνη η αδιαφορία, ακόμα και όταν ένα θέμα μας αφορά έμμεσα. Οι αλλαγές στην έννοια των λέξεων από ΜΜΕ ή πολιτικούς, υπήρξε ένα παλιό κόλπο προς παραπλάνηση της κοινής γνώμης και αναμφισβήτητα υπέκρυπτε πάντοτε δόλο. Η μαρτυρία του Θουκυδίδη, εν μέσω του Πελοποννησιακού Πολέμου, είναι εύγλωττη: «Και την ειωθυίαν αξίωσιν των ονομάτων ες τα έργα αντήλλαξαν τη δικαιώσει», δηλαδή «Άλλαξαν ακόμα και την καθιερωμένη σημασία των λέξεων, για να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους» (αναφερόμενος στην τότε πολιτική ηγεσία της Αθήνας).

Ανάλογα, ενέχει κινδύνους, το λεγόμενο «προσφυγικό», εφόσον αυτό συνεχίσει να λαμβάνει ανεξέλεγκτες διαστάσεις, με την αθρόα λαθροεισβολή πληθυσμών. Κανείς δε γνωρίζει, ούτε μπορεί να εξακριβώσει, ποιοι από αυτούς τους ανθρώπους είναι επικίνδυνοι για την ασφάλεια της χώρας. Εν μέσω, πράγματι, κακοπαθούντων εισρέουν στη χώρα και άλλα στοιχεία. Τούρκοι πράκτορες, τζιχαντιστές ή άλλοι «πιστοί» του Ισλάμ, οι οποίοι θα δημιουργήσουν θύλακες εντός της χώρας, αναμένοντας εντολές για να δράσουν, σε χρόνο κρίσιμο για μας. Εφόσον όμως οι πληθυσμοί τους εντός της χώρας, συνεχίσουν να αυξάνονται με τους ίδιους ρυθμούς, ενδέχεται να εξελιχτούν ακόμα και σε άλλες «μειονότητες».

Θα χρησιμοποιηθεί η (δήθεν) τουρκική μειονότητα της Θράκης, θα ταχτούν εκ νέου τα ατομικά δικαιώματα υπεράνω των συλλογικών (εκ μέρους της Τουρκίας ή των φίλων της), ώστε να διεκδικήσουν οποιουδήποτε είδους ειδική μεταχείριση και προνόμια, ακόμα και αυτονομία. Η χρήση της κατασκευασμένης πληροφορίας είναι αναμενόμενη και η κοινωνία (εκτός του κράτους) πρέπει να είναι προετοιμασμένη. Είναι πιθανό δηλαδή να πουν «οι Έλληνες δε σέβονται τα δικαιώματα του Τούρκων της Θράκης», ή παρόμοια «οι μουσουλμάνοι της Χ περιοχής στερούνται των Ψ δικαιωμάτων τους». Τότε, η Ελλάδα θα βρεθεί ίσως υπόλογη, χωρίς να έχει παραβιάσει οποιοδήποτε ανθρώπινο δικαίωμα. Στη Θράκη θα ζητούν αυτονομία, αυτοδιάθεση ή ανεξαρτησία, ως τουρκική μειονότητα. Παράλληλα, σε κάποιον άλλο μουσουλμανικό θύλακα, θα προσπαθήσουν να βάλουν την Ελλάδα «στο κάδρο».

Όσοι πάλι θεωρούν τα προηγούμενα ως υπερβολικά, ας ανατρέξουν σε δηλώσεις που έχουν γίνει ήδη, σε ό,τι αφορά τη Θράκη. Τόσο από τους ίδιους τους «μειονοτικούς», δηλαδή τους εντεταλμένους των Τούρκων, όσο και από επίσημα κυβερνητικά στελέχη στην Τουρκία. Επειδή λοιπόν, οι καιροί μας είναι πονηροί και οι ισορροπίες είναι εξαιρετικά εύθραυστες, ας μη μας βρουν οι όποιες εξελίξεις στη μακαριότητα που βρισκόμαστε. Από την άλλη πλευρά, δηλώνω απερίφραστα ότι δεν διάκειμαι εχθρικά κατά οποιασδήποτε θρησκείας. Επομένως, δε συνιστώ, ούτε παροτρύνω κανέναν σε αυτοδικία ή ακόμα και λεκτική βία κατά των μουσουλμάνων. Η λύση δεν είναι η αυτοδικία, αλλά η απαίτησή μας ως κοινωνία έναντι της πολιτείας, ώστε αυτή να ενεργήσει πριν «φτάσει ο κόμπος στο χτένι» για ακόμα μία φορά. Εξάλλου, είναι πρακτικά αποδεδειγμένο, ότι οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί είναι εξαιρετικά δύσκολο να αφομοιωθούν στις δυτικές κοινωνίες.  Εφόσον λοιπόν η λαθρο-εισροή συνεχιστεί, είναι αναμενόμενο να βρεθούμε σύντομα αντιμέτωποι με φαινόμενα ήδη γνωστά σε άλλες δυτικές χώρες.  Μοναχικοί ή μη «λύκοι», ενδέχεται να βρίσκονται σύντομα ανάμεσά μας, αν δεν είναι ήδη εδώ, ως εν δυνάμει εντολοδόχοι εκείνων που θα αποφασίσουν τον χρόνο δράσης τους.

Τέλος, επειδή πολλοί «φίλοι», «εταίροι», ή απλώς εχθροί μας παρουσιάζουν «ειδικές περιπτώσεις» όποτε τους βολεύει (πχ στο Αιγαίο ισχύουν ειδικές συνθήκες σε ό,τι αφορά την ΑΟΖ, για κάποιους στην αμερικανική διοίκηση), είναι καιρός να θέσουμε κι εμείς τα δικά μας «ειδικά» όρια. Κατ’ αρχήν ο καθένας μας στον εαυτό του, διότι εδώ περί αυτού πρόκειται. Ο ατομισμός μας και η αδιαφορία για το συλλογικό μας παρόν και μέλλον, εξελίσσεται σε διαρκές έγκλημα και είναι ανάγκη να συνέλθουμε άμεσα. Άλλωστε, όπως στην αρχαία Αθήνα, αναλόγως και σήμερα, η ιδιώτευση (αδιαφορία για τα κοινά), είναι στάση που αρμόζει σε ανόητους και όχι στους «νουν έχουσι».

Είναι λοιπόν κλασσική περίπτωση ηλίθιου εκείνος που «ιδιωτεύει», αλλά και εν δυνάμει προδότης. Παραμένει αδιάφορος, όσο βλέπει το κλαδί επί του οποίου και κάθεται να παραμένει ανέπαφο, χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι την ίδια στιγμή πριονίζεται ο κορμός του δέντρου. Όταν λοιπόν το δέντρο θα πέσει, να δούμε που θα βρεθεί το κλαδί του, κατ’ επέκταση δε και ο ίδιος ο «ιδιώτης». 


     

    
  


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε το σχόλιό σας στο λευκό κουτί και αν θέλετε να ειδοποιηθείτε για την απάντηση τσεκάρετε το κουτάκι "Να λαμβάνω ειδοποιήσεις".