11/9/2020
Το τραπέζι είναι στρωμένο
Δημήτρης
Αποστολόπουλος
Δεν έχω αμφιβολία για το ότι ο διεθνής παράγοντας ενδιαφέρεται για την διατήρηση της ειρήνης στην περιοχή μας. Για πολλούς λόγους, τόσο οι Ευρωπαίοι όσο και οι Αμερικανοί ανησυχούν μήπως η ελληνοτουρκική κόντρα εξελιχθεί σε περαιτέρω στρατιωτική εμπλοκή και εν τέλει σε σύγκρουση. Με άλλα λόγια, έχουν κάθε λόγο (συμφέρον) ώστε να «συστήνουν αυτοσυγκράτηση», αλλά και να επιδιώκουν ή και να επιβάλλουν τον διάλογο εξισώνοντας δικαίους (Ελλάδα) και αδίκους (Τουρκία). Είναι λοιπόν προφανές ότι όποιος από τους δύο ρίξει την πρώτη σφαίρα καθίσταται αυτομάτως «κατηγορούμενος» ενώπιον συμμάχων και εταίρων (εντός και εκτός εισαγωγικών και τα δύο).
Κρίνοντας τη στάση ενός εκάστου εκ των «ενδιαφερόμενων» θα προκύψει αβίαστα το συμπέρασμα για το πού οδηγούνται τα πράγματα. Όπως έχει ήδη διατυπωθεί, η γερμανική Ε.Ε. αποτελεί «οικονομικό γίγαντα, πολιτικό νάνο και στρατιωτικό σκουλήκι» και, ως εκ τούτου, μόνο στο οικονομικό πεδίο θα μπορούσε να ασκήσει πίεση στον ταραξία της γειτονιάς μας. Μένει λοιπόν να δούμε αν θα επιβληθούν οικονομικές κυρώσεις στην Τουρκία εκ μέρους των «εταίρων» μας. Αναμφισβήτητα όμως, η Ελλάδα θα (πρέπει να) ενδιαφέρεται για την ουσία και όχι για τα ωραία λόγια, δηλαδή για το περιεχόμενο και τον χρόνο επιβολής των κυρώσεων.
Προσωπικά πάντως, διατηρώ πολλές επιφυλάξεις για το αν η Ε.Ε. θα δράσει δεόντως και εγκαίρως ξεπερνώντας τον εαυτό της, αλλά και βάζοντας ένα, προσωρινό τουλάχιστον, φρένο στη ληστρική συμπεριφορά του γνωστού άρπαγα. Με άλλες λέξεις, και πάντα κατά την ταπεινή μου άποψη, οι τυχόν κυρώσεις δεν θα είναι παρά «χάδια», αν και όταν αυτές επιβληθούν. Ελπίζω να κάνω λάθος, αλλά δεν αναμένω τίποτε περισσότερο από έναν οργανισμό καθοδηγούμενο από τη Γερμανία και ταγμένο εξόφθαλμα στην εξυπηρέτηση των γερμανικών συμφερόντων.
Επομένως, και εφόσον επιβεβαιωθούν τα προηγούμενα, το μόνο που θα απομείνει στην Ελλάδα, μετά τον θόρυβο της ευρωπαϊκής συνόδου, θα είναι οι πιέσεις των «εταίρων» της για προσέλευση σε έναν άνευ όρων διάλογο με την Τουρκία, εξυπηρετώντας χωρίς άλλο τις τουρκικές επιδιώξεις. Εφόσον ο τουρκικός στόλος δεν θα έχει αποσυρθεί από την ελληνική υφαλοκρηπίδα, κάθε λέξη του προηγούμενου διαλόγου θα είναι και μία «σφαίρα στην καρδιά» των ελληνικών συμφερόντων. Είναι πολύ απλό, ας αναλογιστεί ο καθένας τι είδους διάλογο θα κάνουμε με τις τουρκικές φρεγάτες να αλωνίζουν και το τουρκικό ερευνητικό να σκανάρει τη θάλασσα στην οποία η χώρα μας έχει τον πρώτο λόγο (κυριαρχικά δικαιώματα). Αλλά και αν αποσυρθούν τα τουρκικά πλοία με "αντάλλαγμα" τον διάλογο επί της τουρκικής ατζέντας, δηλαδή επί πλείστων ζητημάτων εκτός της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ, η συμμετοχή της Ελλάδας σε αυτόν θα ισοδυναμεί με αυτοχειρία.
Υπό αυτές τις συνθήκες λοιπόν, εύχομαι και ελπίζω η ελληνική πλευρά να μην παρακαθίσει στο τραπέζι των συνομιλιών που στρώνει η γερμανική διπλωματική πρωτοβουλία. Από την άλλη πλευρά πάντως το, αντίθετο προς το γερμανικό, γαλλικό συμφέρον στην περιοχή είναι πιθανό να καταστεί καταλύτης μιας εντελώς διαφορετικής τροπής των εξελίξεων. Όμως, εφόσον η γαλλική αποφασιστικότητα επιβεβαιωθεί στην πράξη, η τυχόν (ουσιαστική) παρέμβαση υπέρ της Ελλάδας μόνο προσωρινά θα έδινε μια διέξοδο στην παρατεταμένη κρίση, και ο κακός γείτονας ενδεχομένως να αποσυρθεί προσωρινά, για να επανέλθει εν ευθέτω χρόνω.
Σε ό,τι αφορά τον αμερικανικό παράγοντα, είναι γνωστό το μεγάλο «άγχος» του για την ακεραιότητα της ΝΑ πτέρυγας του ΝΑΤΟ από τη μία πλευρά, αλλά και η μεγάλη ανοχή που επιδεικνύει ανέκαθεν στα τουρκικά καπρίτσια έναντι της χώρας μας. Τούτων δοθέντων, και επειδή δε διαφαίνεται κάποια ουσιαστική μεταβολή στη στάση των ΗΠΑ, ο υπερατλαντικός σύμμαχος θα πιέσει και αυτός από την πλευρά του την Ελλάδα για την προσέλευσή της σε έναν διάλογο με τους όρους της Τουρκίας, δηλαδή επί όλων των θεμάτων που θέτει αυτή εις βάρος της κυριαρχίας και των δικαιωμάτων μας.
Αλλά, αν δε με απατά η μνήμη μου, δε θα είναι η πρώτη φορά που θα βρεθούμε ως χώρα στην ίδια δεινή θέση. Το 1987 και το 1996 δεν είναι και πολύ μακρινά, με όρους ιστορικού χρόνου. Η πρωτοβουλία (και) εκείνων των τσαμπουκάδων και των κρίσεων ανήκε και πάλι στην Τουρκία, αφήνοντας στην Ελλάδα τον ρόλο του αντιδρώντος-κομπάρσου. Οι παρεμβάσεις τού, τότε έχοντα και μεγαλύτερη επιρροή στην Τουρκία, αμερικανικού παράγοντα έδωσαν μεν ένα τέλος στις αντίστοιχες κρίσεις, αλλά με την ελληνική πλευρά να αντιμετωπίζει την ολοφάνερη μεροληψία εις βάρος της.
Τα αποτελέσματα των προαναφερθέντων κρίσεων, ανεξαρτήτως της δικής μας στρατιωτικής αντίδρασης, διαφάνηκαν στα «τραπέζια διαλόγου» που ακολούθησαν και, το κυριότερο, στον εν τοις πράγμασι περιορισμό της Ελλάδας στην άσκηση των νόμιμων δικαιωμάτων της στο Αιγαίο. Είναι γνωστά και πολύ συχνά τα «γιουρούσια» των Τούρκων ψαράδων και οι παρενοχλήσεις, ακόμα και επιθέσεις, κατά των Ελλήνων συναδέλφων τους. Επιπλέον, ούτε λόγος δεν μπορεί να γίνει για πιθανές έρευνες υδρογονανθράκων της Ελλάδας στο Αιγαίο, αλλά ούτε και για μια απλή επίσκεψη Έλληνα πολίτη στα Ίμια.
Από τα προηγούμενα, νομίζω, γίνεται σαφές ότι ο έχων την πρωτοβουλία των κινήσεων έχει και το πλεονέκτημα σε κάθε περίπτωση, αλλά και τις πιθανότητες με το μέρος του ώστε να αποκομίσει οφέλη, ακόμα και αν οι πράξεις του είναι άδικες. Ως εκ τούτου προκύπτει το, λογικό, ερώτημα: «Ως πότε θα αφήνουμε την πρωτοβουλία στον αδικούντα εχθρό;» και κατ’ επέκταση ένα δεύτερο «Είμαστε διατεθειμένοι να συρόμαστε στο διηνεκές στα οποιαδήποτε… στρωμένα, αλλά και δηλητηριώδη, τραπέζια διαλόγου;»
Δεν είμαι σε θέση να προεξοφλήσω την ελληνική (κυβερνητική) στάση στην παρούσα κρίση, μέχρι το τέλος της, αλλά αυτό που προκύπτει εύλογα είναι ότι και πάλι η χώρα θα βρεθεί σε ρόλο «αντιδρώντος» και όχι «δρώντος». Κατόπιν αυτού, οι νέες απώλειες είναι πιθανές, ιδίως αν υποκύψουμε στις πιέσεις και δοκιμάσουμε το δηλητηριασμένο «γεύμα» που θα μας σερβίρουν στο εκ νέου στρωμένο τραπέζι.
Αντί αυτού, λοιπόν, μου φαίνεται προτιμότερο για τα ελληνικά συμφέροντα να αναλάβουμε τις απαραίτητες πρωτοβουλίες ώστε:
1) Να επεκτείνουμε τα χωρικά μας ύδατα μέχρι και τα 12 ναυτικά μίλια, σύμφωνα με το αναφαίρετο δικαίωμά μας, όπως έπραξαν οι χώρες ανά τον κόσμο στην συντριπτική πλειοψηφία τους.
2) Να ανακηρύξουμε ΑΟΖ και ταυτόχρονα να οριοθετήσουμε την ελληνική ΑΟΖ με εκείνη της Κύπρου.
Τα προηγούμενα αποτελούν αυτονόητες πρωτοβουλίες κάθε σοβαρού, κυρίαρχου, κράτους και δεν απαιτούν τη σύμφωνη γνώμη κανενός, προκειμένου να πραγματοποιηθούν και να παράξουν άμεσα τα αντίστοιχα νομικά και πολιτικά αποτελέσματα. Αντιθέτως, αν επιλέξουμε να συνεχίσουμε να «μασάμε» στο casus belli του θρασύδειλου Μογγόλου, ας προετοιμαστούμε για νέες απώλειες, μέχρι ακρωτηριασμού της Ελλάδας, και μάλιστα χωρίς πόλεμο. Και επειδή αυτή την ώρα ακούω για επεισόδια στη Λέσβο, μεταξύ λαθρομεταναστών και αστυνομίας, η τελευταία μου σκέψη είναι «μήπως μας έχουν κηρύξει ήδη τον πόλεμο;» Άλλωστε, δε βλέπω ποιος κερδίζει περισσότερα από την Τουρκία, από την πρόσφατη πυρκαγιά στη Μόρια, δηλαδή σε ένα ακριτικό νησί μας εν μέσω μιας αν άνευ προηγουμένου, σε διάρκεια, ελληνοτουρκικής κρίσης.
Τέλος, δεν πιστεύω ότι ο ισλαμο-φασίστας Μογγόλος θα πραγματοποιήσει την περί πολέμου απειλή του, κατόπιν της επέκτασης των χωρικών μας υδάτων. Αν όμως, υποθετικά, δεχθώ ότι θα το κάνει, τότε θα έχει πέσει ο ίδιος στον λάκκο που σκάβει για μας ρίχνοντας την πρώτη σφαίρα, και θα θέσει εαυτόν ως νέο χιτλερίσκο ενώπιον (και) του διεθνούς παράγοντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας στο λευκό κουτί και αν θέλετε να ειδοποιηθείτε για την απάντηση τσεκάρετε το κουτάκι "Να λαμβάνω ειδοποιήσεις".