16/10/2019
Ο ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης
Ο ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης
Το πνεύμα και η ψυχή του Έλληνα
Δημήτρης
Αποστολόπουλος
Ο ναύαρχος Κουντουριώτης
υπήρξε ο ηγέτης του ελληνικού στόλου και ο ελευθερωτής των νησιών του Αιγαίου,
όταν οι Έλληνες είχαν ακόμα μέσα τους ψυχή ελληνική.
Ναυμαχία της Έλλης 3/16 Δεκεμβρίου 1912: Το σήμα του ναυάρχου Κουντουριώτη προς τα πλοία του ελληνικού στόλου
Ναυμαχία της Έλλης 3/16 Δεκεμβρίου 1912: Το σήμα του ναυάρχου Κουντουριώτη προς τα πλοία του ελληνικού στόλου
Το 1912 (Α Βαλκανικός
Πόλεμος), ο Κουντουριώτης με τον ελληνικό στόλο ελευθέρωνε το ένα μετά το άλλο
τα νησιά μας στο Αιγαίο. Ο τουρκικός στόλος κρυβόταν στην ασφάλεια που του
παρείχαν τα στενά των Δαρδανελίων. Οι σημερινοί νεόκοποι “θαλασσοκράτορες” και
οραματιστές της “Γαλάζιας Πατρίδας”, δεν τολμούσαν να αντιμετωπίσουν τα κανόνια
του θρυλικού “Θ/Κ Γ. ΑΒΕΡΩΦ”.
θωρηκτό "Γ. ΑΒΕΡΩΦ" |
θωρηκτό "Γ. ΑΒΕΡΩΦ"
Σήμερα το ένδοξο “Θ/Κ Γ.
ΑΒΕΡΩΦ” είναι πλωτό ναυτικό μουσείο και βρίσκεται εδώ. Ο επισκέπτης του μπορεί να δει από κοντά και τα
πυροβόλα του, εκείνα που κάποτε εδραίωσαν τη ναυτική κυριαρχία της Ελλάδας στο
Αιγαίο. Τότε, κάποτε, όχι και πολύ παλιά, όταν ηγεσία και λαός δεν είχαν
απολέσει ακόμα την ελληνικότητά τους. Το πνεύμα και την ψυχή του Έλληνα δεν τα
είχαν κάπου μέσα τους σε ύπνωση, αλλά σε εγρήγορση. Τότε λοιπόν, βρέθηκαν χρήματα
και το ναυτικό μας απέκτησε τον “Αβέρωφ”. Η ηγεσία, ως όφειλε, προνόησε και για
τη διαθεσιμότητα σύγχρονων όπλων, αλλά και για την προετοιμασία του λαού.
Καλλιεργήθηκε το πνεύμα αγώνα, υπέρ των δικαίων του έθνους και οι Έλληνες
βρέθηκαν με προθυμία στα πεδία των μαχών, σε στεριά και θάλασσα. Όταν ο χρόνος
ήταν κατάλληλος και οι συνθήκες το απαιτούσαν, τότε οι παππούδες εκείνοι,
βρέθηκαν προετοιμασμένοι από κάθε πλευρά και διπλασίασαν τη μέχρι τότε Ελλάδα.
Ελευθέρωσαν γη και θάλασσα που βρίσκονταν ακόμα υπό τον έλεγχο των Οθωμανών και
φυσικά τους Έλληνες που ζούσαν εκεί.
Απελευθερωτικός ήταν ο αγώνας που
οφείλομε να δώσουμε τότε, δεν ήταν επεκτατικός. Οι επεκτατικές βλέψεις είναι
ίδιον άλλων, όχι των Ελλήνων. Αφού όμως, η ζωή, μας δείχνει και σήμερα ότι δεν
μας επιφυλάσσει ηρεμία αδιατάρακτη, ησυχία και ειρήνη, κατ’ αναλογία οφείλουμε
να βρεθούμε εξίσου προετοιμασμένοι, όπως και στο (ιστορικά) κοντινό 1912. Εφόσον
δηλαδή, ο γείτονάς μας δείχνει αποφασισμένος για μια νεο-οθωμανική ηγεμονία,
πως εμείς θα παριστάνουμε ότι βρισκόμαστε στη γειτονιά του Λουξεμβούργου, το
οποίο δεν απειλείται από κανέναν;
Πόλεμο δεν επιθυμούμε και αυτό είναι
αυτονόητο. Θέλουμε να αφιερωθούμε σε έργα ειρηνικά, ο λαός μας να προοδεύσει
και να βγει νικητής σε άλλα πεδία και όχι σε εκείνα του πολέμου. Απευχόμαστε
την έλευση της ώρας εκείνης, της έσχατης ανάγκης, όταν ο πόλεμος θα είναι
επιτακτικός. Παράλληλα όμως, γνωρίζουμε άπαντες, ότι οι ευχές στη ζωή δεν
αρκούν. Θα μείνουμε λοιπόν στις ευχές;
Η απάντηση θα είναι θετική, αν και μόνο
αν, οι νεο- Έλληνες διακατέχονται από σύνδρομο ή τάση εθνικού αυτοχειριασμού.
Σε αντίθετη περίπτωση, κράτος και κοινωνία οφείλουν να προετοιμάζονται για το
χειρότερο σενάριο. Ως εκ τούτου, η προετοιμασία θα πρέπει να είναι και σήμερα
διττή, όπως και παλιότερα. Από τη μία πλευρά, ο εξοπλισμός του στρατεύματος, η
αποφασιστικότητα της (εκάστοτε) κυβέρνησης να ακυρώσει τα εχθρικά σχέδια και η
ετοιμότητα ολόκληρου του κρατικού μηχανισμού. Από την άλλη όμως και η εγρήγορση
και ετοιμότητα ημών των ιδίων.
Στο μεν πρώτο σκέλος, η ευθύνη βαρύνει
αποκλειστικά την εκάστοτε ηγεσία. Τούτη είναι ταγμένη και υπάρχει υπέρ της
προάσπισης της χώρας από κάθε κίνδυνο. Εκ των πραγμάτων λοιπόν, ο οποιοσδήποτε
Έλληνας ηγέτης, είναι υποχρεωμένος να “τα έχει όλα έτοιμα” για παν ενδεχόμενο.
Όλα, δε, σημαίνει τον εαυτό του κατ’ αρχήν, αλλά και το κράτος και το στράτευμα
και το λαό. Τόσο υλικά και οργανωτικά, όσο και στο ηθικό και ψυχολογικό σκέλος.
Επομένως, είναι ευθύνη της πολιτείας και η συστηματική προετοιμασία των παιδιών
μας εντός των σχολίων. Η καλλιέργεια δηλαδή πνεύματος φιλοπατρίας και
αγωνιστικότητας, αλλά και της πρόκρισης του εθνικού και συλλογικού συμφέροντος,
έναντι του ατομικού.
Η αγωγή των νέων όμως, είναι έργο πολύ
απαιτητικό και δεν αφορά το σχολείο μόνο. Αντίθετα, αποτελεί ευθύνη και της
οικογένειας, αλλά και της κοινωνίας ευρύτερα. Συνεπώς, απαιτείται ένα είδος
συντονισμού, πολιτείας και κοινωνίας, ώστε το έργο να αποδώσει καλούς καρπούς.
Η φιλοπατρία, η εγρήγορση και η αγωνιστική προθυμία, μπορούν κάλλιστα να
εμπνευστούν στα παιδιά, τόσο με το ιστορικό, όσο και με το δικό μας παράδειγμα.
Εμείς, ως γονείς και κοινωνικό περιβάλλον, θα εμπνευστούμε και θα εμπνεύσουμε
με πνεύμα φιλοπατρίας και θα αναδείξουμε και πάλι την ελληνική συνείδηση.
Ενδεχομένως να είναι περιττό, αλλά σημειώνω εδώ ότι, φιλοπατρία δε σημαίνει
μίσος για κάποιον άλλο λαό. Σημαίνει ακριβώς και μόνο, αυτό που λέει η λέξη
ετυμολογικά.
Συμπερασματικά, η γνώση της ιστορίας
και η διατήρηση της ιστορικής μνήμης είναι έργο κρίσιμης εθνικής σημασίας.
Ταυτόχρονα, η ανάδειξη του ιστορικού παραδείγματος, θα πρέπει να έχει σκοπό την
εμπέδωση του αισθήματος του χρέους στην πατρίδα, στον σημερινό Έλληνα. Είναι
λοιπόν ανάγκη να μιλήσουμε για την ιστορία, σε σχέση με το τι αυτή μας διδάσκει
για το σήμερα. Να τη βγάλουμε απ’ το συρτάρι, ή το χρονοντούλαπο, με την
ειλικρινή πρόθεση να κατανοήσουμε τα μηνύματα που μας στέλνει το παρελθόν.
Εν τέλει, η μελέτη και η ανάδειξη της
ιστορίας, αλλά και η εξαγωγή συμπερασμάτων (διδαγμάτων) από αυτήν, δεν είναι
παρά φλόγες και προσανάμματα, για να αναζωπυρώσουμε την πυρκαγιά της
ελληνικότητας στην ψυχή μας. Εκ του αντιθέτου, δεν αποτελεί ίδιον πολιτισμού,
ούτε ένδειξη καλής πρόθεσης έναντι των γειτονικών μας χωρών, το κουκούλωμα της
ιστορίας. Με άλλα λόγια, η γνώση της ιστορικής αλήθειας δεν είναι δυνατόν να
εξαρτάται από σκοπιμότητες. Συνεπώς και εφόσον, οι νεο - Έλληνες, διατεινόμαστε
περί του υψηλού μορφωτικού επιπέδου μας, οφείλουμε να φωτίζουμε και όχι να
συσκοτίζουμε την ιστορία.
Τούτων δοθέντων, η ιστορική μνήμη είναι
ανάγκη να καλλιεργηθεί συστηματικά. Φυσικά, αυτό στην πράξη σημαίνει συχνές
αναφορές με εμβάθυνση σε αυτήν. Οι εθνικές εορτές, οι παρελάσεις και οι
πανηγυρικές δηλώσεις των πολιτικών σε αυτές, χρειάζονται μεν, αλλά σε καμία
περίπτωση δεν αρκούν. Παράλληλα, δεν αποτελούν και τον κατάλληλο τρόπο, ώστε να
εμπεδωθεί το ιστορικό μήνυμα στον λαό και ιδιαίτερα στα παιδιά μας. Προς
επίρρωση δε και απόδειξη αυτού, ας αναφέρω μόνο την ακατανόητη εθνική λήθη, η
οποία αφορά το μεγαλείο και τη σημασία των βαλκανικών πολέμων.
Πρόκειται για τα ιστορικά γεγονότα,
κατόπιν των οποίων η τότε Ελλάδα διπλασιάστηκε. Αυτά αποσιωπούμε, κουκουλώνουμε
και δεν αναδεικνύουμε, στο μέτρο που επιβάλλεται από την ίδια την ιστορική τους
αξία. Όπως φαίνεται λοιπόν, επιδιώκουμε την καλή γειτονία με την Τουρκία, τη
Βουλγαρία, τα Σκόπια και τους λοιπούς γείτονες, δια της εθελούσιας ιστορικής
αμνησίας και συσκότισης. Ερωτώ λοιπόν, υπήρξε ιστορικό κενό μεταξύ της εθνεγερσίας
του ‘21 και έπους του ‘40; Μήπως, η χρονική περίοδος μεταξύ αυτών των
γεγονότων, βρήκε τους Έλληνες εν ειρήνη και ευδαιμονία; Μήπως, όσα συνέβησαν,
εντός αυτής της περιόδου, είναι ήσσονος ιστορικής σημασίας; Αναμφίβολα και
κατηγορηματικά, απαντώ όχι και στα τρία ερωτήματα.
Αφενός μεν είναι πρόδηλη η, αισχίστου
είδους, πολιτική σκοπιμότητα. Αφετέρου η αδιαφορία, ο εφησυχασμός, η
ξενολαγνεία και ο δήθεν εξευρωπαϊσμός της κοινωνίας, συμβάλουν τα μέγιστα στην
ιστορική λήθη. Είναι όμως η αμνησία “άποψη”, είναι μόδα ή μήπως είναι “in” ή
“must”, για να το πω όπως το λένε στο χωριό μου; Μέχρι πρότινος πάντως,
γνωρίζαμε πως η αμνησία είναι σοβαρή πάθηση. Κοντολογίς, βρισκόμαστε ως
κοινωνία, εντός μιας (ακόμα) νοσηρής πραγματικότητας, μιας παθογένειας ικανής
να οδηγήσει στον συλλογικό μας (εθνικό) θάνατο.
Άλλωστε, οφείλω να υπογραμμίσω και το
ότι οι Έλληνες δεν επιβίωσαν επί τόσες χιλιάδες χρόνια, λησμονώντας κάθε φορά
τα διδάγματα του παρελθόντος. Ομοίως και σήμερα, δεν πρόκειται να συνεχίσουμε
για πολύ στην (όση απέμεινε στον καθένα μας) επίπλαστη ευδαιμονία. Η υπερβολή
στο δόγμα του “αμύνεσθαι περί πάρτης”, στο οποίο και επιδεικνύουμε αξιοζήλευτη
προσήλωση, τείνει να αποβεί σε μοιραίο μας σφάλμα. Επιπλέον, θεωρώ αυτή την
απαξίωση της ιστορίας ως σκόπιμη και οργανωμένη υποσκαφή του μέλλοντός μας,
κατευθυνόμενη από ξένα και εγχώρια και εν πάση περιπτώσει αλλότρια συμφέροντα.
Αλλά και το δήθεν, “τέλος της ιστορίας” κατόπιν της λήξης του ψυχρού πολέμου,
που υποστηρίζεται από κάποιους πως επήλθε ήδη, είναι τουλάχιστον αυταπάτη. Αυτό
όμως ισχύει στην πιο “αθώα” εκδοχή, διότι δεν αποκλείεται να αποτελεί παγίδα,
μια κατευθυνόμενη νάρκωση προς απονεύρωση των λαών. Έχω λοιπόν την άποψη ότι,
έθνος με απώλεια της ιστορικής του μνήμης, είναι καταδικασμένο σε απώλεια.
Τέλος, προτείνω (για
αρχή) να επισκεφτούμε όλοι τον θρυλικό “Αβέρωφ”, μαζί με τα παιδιά μας. Να
εξετάσουμε, αν πράγματι έχουμε εθιστεί στην ύπουλη και καταστροφική λωτοφαγία
και να απεξαρτηθούμε απ’ αυτήν. Να συζητήσουμε και να αναδείξουμε τον
Κουντουριώτη και το πνεύμα που (και) εκείνος άφησε, ως ιστορική παρακαταθήκη
στις επόμενες γενιές, δηλαδή σ' εσένα και σ' εμένα. Ο ναύαρχος, όταν έλεγε “πλέω
μεθ' ορμής ακαθέκτου και με την πεποίθησιν της νίκης εναντίον του εχθρού του
Γένους” το εννοούσε κυριολεκτικά. Εμείς, οι σημερινοί Έλληνες, τι θα πούμε σε
ανάλογη περίσταση;
Σημείωση:
Η ηττοπάθεια, επίσης σκόπιμα και οψίμως “καλλιεργούμενο είδος” εν Ελλάδι, θα
έβρισκε σίγουρα περισσότερες αντιστάσεις, αν οι Έλληνες γνώριζαν και το εξής
περιστατικό.
Η απόκρυψη του οθωμανικού στόλου στα
Δαρδανέλια και η συστηματική εκ μέρους του αποφυγή της εξόδου προς αναμέτρηση
με τον ελληνικό, έδωσε το δικαίωμα στον Κουντουριώτη να τους στείλει το εξής
(ταπεινωτικό και εξευτελιστικό για τους Τούρκους) τηλεγράφημα: «Καταλάβαμε
Τένεδον. Αναμένουμε έξοδο του στόλου σας. Αν επιθυμείτε, γαιάνθρακα προτίθεμαι
να σας εφοδιάσω».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας στο λευκό κουτί και αν θέλετε να ειδοποιηθείτε για την απάντηση τσεκάρετε το κουτάκι "Να λαμβάνω ειδοποιήσεις".