4/7/2019
Επί της ουσίας – 3
Αν δε λυθούν αυτά, τίποτε δε λύνεται
Η παραγωγική ανασυγκρότηση και η ευημερία
Δημήτρης
Αποστολόπουλος
Σε συνέχεια των προηγούμενων τοποθετήσεων, σχετικά με την
αναγκαία δημοκρατική ενίσχυση του πολιτεύματος Επί της ουσίας-1
και την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος Επί της ουσίας–2,
παραθέτω σήμερα τις απόψεις μου αναφορικά με την οικονομία. Θα έχουμε ανάπτυξη;
Θα μειωθεί η ανεργία; Πότε θα ανακτήσει η ελληνική οικονομία την αξιοπιστίας
της; Πότε θα βελτιωθεί αισθητά το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων; Όλα αυτά είναι μεν κοινά και εύλογα ερωτήματα,
εμπεριέχουν όμως την επίτευξη ορισμένων στόχων (προϋποθέσεων). Θα απαντήσω
λοιπόν κατ’ αρχήν σε αυτά ως εξής: Θα γίνουν μεταρρυθμίσεις;
Ως αφετηρία της σκέψης μου, οφείλω να προσδιορίσω την έννοια
του όρου «οικονομία», όπως αυτός θα πρέπει να γίνεται αντιληπτός στη συνέχεια
του παρόντος. Τα υποκείμενα του όλου σκεπτικού μου, είναι ο δημόσιος και ο
ιδιωτικός τομέας. Αντικείμενο είναι η αναζήτηση ενός μοντέλου, ώστε να
μεγιστοποιηθούν ταυτόχρονα τα οικονομικά αποτελέσματα και στους δύο τομείς.
Απλούστερα, θέτω ως τελική επιδίωξη το σύνολο, το οποίο θα περιλαμβάνει:
- δημοσιονομικά ισχυρό και υγιές κράτος
- σύγχρονο και ανταγωνιστικό παραγωγικό τομέα (πραγματική οικονομία)
- μεγιστοποίηση της πρόσβασης σε αξιοπρεπή εργασία και ποιοτικές δημόσιες/κοινωνικές παροχές ενός εκάστου πολίτη (κοινωνίας/λαού)
Σκοπός μου, κατά κύριο λόγο, είναι να αποδείξω την ανάγκη
μακροπρόθεσμου σχεδιασμού και στον οικονομικό τομέα. Η προσέγγιση του θέματος,
ομοίως προς τα προηγούμενα άρθρα μου, παραμένει πολιτική. Δηλώνω εξ αρχής, ως
μη ευρισκόμενος εν κενώ, ότι η γενική προσωπική μου θέση, είναι υπέρ της
ελεύθερης λειτουργίας της αγοράς, με κρατικό
έλεγχο και κοινωνικό πρόσωπο. Τούτο σημαίνει ταυτόχρονο περιορισμό, τόσο της
ασυδοσίας των αγορών, όσο και του ασφυκτικού κρατικού παρεμβατισμού. Όμως θα προσπαθήσω, στο μέτρο του δυνατού, την
ορθολογική και αντικειμενική εξέταση του θέματος, ανεπηρέαστος από την ως άνω
θέση μου.
Αναμφισβήτητη είναι η σημασία της οικονομίας και η
καταλυτική της επίδραση, σε κάθε πτυχή του δημόσιου και ιδιωτικού μας βίου. Με
απλά λόγια, από την καθημερινή μας τροφή, μέχρι την πρόσβαση του κάθε πολίτη σε
ποιοτικές υπηρεσίες υγείας και εκπαίδευσης, το ύψος των συντάξεων κοκ, είναι ζητήματα
εξαρτώμενα σε μέγιστο βαθμό (και από) την κατάσταση της οικονομίας. Από την
άλλη πλευρά, το κράτος έχει ανάγκη από οικονομικούς πόρους, ώστε να εξυπηρετεί
ικανοποιητικά τους βασικούς τουλάχιστον σκοπούς για τους οποίους και υπάρχει. Η
παροχή στους πολίτες των θεωρούμενων ως αμιγώς δημόσιων αγαθών (π.χ. εσωτερική
και εξωτερική ασφάλεια), είναι εξ ορισμού αποστολή του κράτους. Παράλληλα όμως,
το κράτος οφείλει να διασφαλίζει την αξιοπιστία, την υπόληψη και την εν γένει
ισχύ της χώρας, έναντι των άλλων διεθνών δρώντων (κρατών, οργανισμών κλπ). Ένα
οικονομικά εύθραυστο, πολλώ δε μάλλον ένα υπό πτώχευση κράτος, είναι
αναμενόμενο να γίνει αντικείμενο
εκμετάλλευσης από ξένα συμφέροντα.
Ωστόσο, υπάρχουν και τα αγαθά για τα οποία δε θεωρείται
αυτονόητη η παροχής τους από το κράτος ή
τον ιδιωτικό τομέα. Είναι γνωστή, ως παράδειγμα, η υφιστάμενη διάσταση απόψεων
σχετικά με την ίδρυση (ή μη) ιδιωτικών (ή μη κρατικών) πανεπιστημίων. Η επιλογή
της μιας ή της άλλης εκδοχής όμως, δεν είναι δυνατό να προκύψει αβίαστα και
μονολεκτικά (ναι/όχι). Πρέπει δηλαδή, να είναι γνωστές όλες οι παράμετροι κάθε
περίπτωσης, ώστε κάποιος να την υποστηρίξει ή να την απορρίψει. Συνεπώς, θα
πρέπει να είναι σαφής ο σκοπός των ιδιωτικών ιδρυμάτων, θα είναι κερδοσκοπικός
ή μη, ή θα υπάρχουν και οι δύο εκδοχές. Ανάλογα, χρήζει διευκρίνισης και η
πολιτική η οποία θα εφαρμοστεί, έναντι των κρατικών πανεπιστημίων, στο νέο
εκπαιδευτικό περιβάλλον. Θα αναβαθμιστούν
οι παρεχόμενες από αυτά σπουδές, θα υποβαθμιστούν, ή μήπως θα απαξιωθούν
εντελώς;
Με την παράθεση του προηγούμενου παραδείγματος, θέλω να
καταστεί σαφές, ότι τόσο η συγκεκριμένη επιλογή, όσο και οποιαδήποτε άλλη σε ανάλογη περίπτωση, δε μπορεί να είναι
αυθαίρετη. Ειδικότερα, η εξαντλητική μελέτη των επιπτώσεων κάθε επιλογής,
άμεσων και μακροχρόνιων, θα πρέπει να είναι ο κανόνας για τη λήψη απόφασης. Σε
κάθε περίπτωση, η πολιτεία είναι υποχρεωμένη να μην εκφεύγει των σκοπών της και των υποχρεώσεών της έναντι
των πολιτών. Δεδομένου λοιπόν του ρόλου του κράτους, ως εγγυητή εξασφάλισης
ίσων ευκαιριών σε όλους τους πολίτες του, σταθμίζεται αναλόγως και η απόφαση
στο ως άνω παράδειγμα. Ταυτόχρονα, κάθε επιλογή η οποία προκρίνεται ως η
βέλτιστη, οφείλει να συνοδεύεται και από συγκεκριμένο σχέδιο δράσης και στόχους
μακράς πνοής. Διαφορετικά, αν δηλαδή κάθε υπουργός «αναμορφώνει» κατά το
δοκούν, τον εκάστοτε τομέα, είναι αναμενόμενη η αναποτελεσματικότητα των
πολιτικών επιλογών και η εικόνα καταστροφής, που ήδη βιώνουμε.
Αλλά, αν τα προηγούμενα ισχύουν, τότε ποιος θα λάβει τις
αποφάσεις; Επειδή έχω ήδη προτείνει, τις αναγκαίες κατά τη γνώμη μου, ριζικές
μεταρρυθμίσεις στο ίδιο το πολίτευμα (βλ. εδώ), δε θα επανέλθω
στον τρόπο λήψης των αποφάσεων. Θέλω απλώς να τονίσω, ότι και οι στρατηγικές
επιλογές που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με την οικονομία και την παραγωγική
ανασυγκρότηση της χώρας, είναι επιβεβλημένο να γίνονται με τον ίδιο τρόπο.
Επομένως, απαιτείται διάλογος ευρείας κλίμακας και κατόπιν αυτού η ευρύτατη
δυνατή συναίνεση και μακροχρόνια δέσμευση
όλων των πολιτικών δυνάμεων, σύμφωνα με την εκπεφρασμένη βούληση της
πλειοψηφίας. Άπαντες, θα πρέπει να υποχωρήσουμε αμοιβαία, προς όφελος της
κοινής λογικής. Ζητούμενο είναι η εύρεση κοινού τόπου, έχοντας υπόψη τις
ευθύνες που μας αναλογούν, έναντι της πατρίδας και των μελλοντικών γενεών.
Ιδεολογικές αγκυλώσεις, οποιουδήποτε είδους και περιεχομένου, ιδιοτελή και
αλλότρια, στενότερα συμφέροντα, οφείλουν να παραχωρήσουν τη θέση τους, στο
κοινό συμφέρον, στον ορθολογισμό και την επιστημονική γνώση.
Επεκτείνοντας το συλλογισμό μου, καλούμαστε ως λαός,
πολιτικοί, ειδικοί επιστήμονες, παραγωγικές ή άλλες κοινωνικές δυνάμεις, να
συναποφασίσουμε περί του γενικού προσανατολισμού και της δομής της οικονομίας
μας, με τον ευρύτερο δυνατό χρονικό
ορίζοντα. Υπό αυτή την έννοια, θα πρέπει να απαντήσουμε αιτιολογημένα σε ζητήματα,
όπως τα ακόλουθα:
1) Κατά πόσο θα συνεισφέρουν, έκαστος εκ των δημόσιου και
ιδιωτικού τομέα, στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Πως οι δύο τομείς λειτουργούν
συμπληρωματικά και συνεργάζονται στην επιδίωξη σκοπών κοινού συμφέροντος. Ποιες
οι αναγκαίες υποδομές. Πως θα, αξιοποιηθεί η σύγχρονη τεχνολογία και θα εκσυγχρονιστούν μεταφορές και
επικοινωνίες.
2) Ποια είναι η αναγκαία και ικανή δομή του δημόσιου τομέα,
ώστε να αποδώσει το βέλτιστο αποτέλεσμα. Ο κρατικός μηχανισμός, επιβάλλεται να
οργανωθεί με ορθολογικό τρόπο, ώστε να υποστηρίζει και όχι να εμποδίζει την
οικονομική ανάπτυξη. Όλα τα υπουργεία
τα, άμεσα ή έμμεσα, σχετιζόμενα με την παραγωγή συντονίζουν τη δράση τους, ώστε
να τη διευκολύνουν. Εξαλείφουν σταδιακά, φαινόμενα όπως αυτά της πολυνομίας,
κακονομίας, γραφειοκρατίας και εν γένει άχρηστων, αντιπαραγωγικών ή
αναχρονιστικών ρυθμίσεων. Παράλληλα, οπωσδήποτε ενισχύεται η έρευνα και η καινοτομία,
αλλά και συνδέεται η εκπαίδευση με την παραγωγική διαδικασία.
3) Ποιοι οι υποτομείς ή/και προϊόντα υπό ευρεία έννοια, ανά παραγωγικό
τομέα (πρωτογενή, δευτερογενή κλπ), όπου υπάρχει διατηρήσιμο πλεονέκτημα σε
πόρους, ανθρώπινο παράγοντα και εν γένει αξιοποιήσιμο δυναμικό. Βασικό κριτήριο, στη σημερινή (πλανητική)
οικονομία, δε μπορεί να είναι παρά η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων
και υπηρεσιών. Η δε ζητούμενη αύξηση της εξαγωγικής δραστηριότητας, θα πρέπει
να στηριχτεί σε προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας Οι αποφάσεις, θα αφορούν σε
πεδία, τα οποία θα προκριθούν ως βάση παραγωγής
και εξειδίκευσης στη χώρα.
4) Ποια η κατανομή παραγωγικών πλεονεκτημάτων, ανά
Περιφέρεια της χώρας. Εδώ, μπορούν να τεθούν, κατά τόπο, προτεραιότητες όχι
μόνο για την ενίσχυση των επενδύσεων και της ανάπτυξης, αλλά και με ευρύτερα
οφέλη. Ως τέτοιο, μπορεί ενδεικτικά να νοηθεί, η σταδιακή επιστροφή του
πληθυσμού στην ύπαιθρο, σε νησιωτικές και άλλες ακριτικές περιοχές. Θα
εξυπηρετηθούν έτσι ταυτόχρονα, σκοποί ανάπτυξης, ασφάλειας μέσω της
αποκατάστασης του πληθυσμού κοντά στα σύνορα, βελτίωσης του τρόπου ζωής όσων
επιλέξουν την ύπαιθρο και αποσυμφόρησης των μεγάλων αστικών κέντρων.
Αναμφίβολα, οι προηγούμενες σκέψεις, θα πρέπει να θεωρούνται
ως ενδεικτικές μόνο «συντεταγμένες», ενός σταθερού γενικού πλαισίου για την οικονομική
ανάπτυξη και την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Παράλληλα, είναι εύλογο,
μια προσπάθεια συναπόφασης και δέσμευσης μακροχρόνιου χαρακτήρα, να μην
περιέχει μεγάλη εξειδίκευση ή λεπτομέρεια. Με άλλα λόγια, αν και δε θα ήταν
κακή ιδέα, ίσως υπάρχει δυσκολία να οριστεί συγκεκριμένος φορολογικός
συντελεστής για την επόμενη εικοσαετία, για παράδειγμα. Ταυτόχρονα πάντως,
είναι αποδεδειγμένο ότι, οι συνεχείς «αναμορφώσεις» και αλλαγές ευρείας
κλίμακας των κανόνων του παιχνιδιού, τις οποίες και συνηθίζει η ελληνική
διοίκηση, επηρεάζουν αρνητικά τις επενδύσεις.
Εφόσον λοιπόν, ορθώς, αναγνωρίζουμε την ανάγκη για την
αύξηση των επενδύσεων, η ορθή λογική επιβάλει, να ορίσουμε ένα κατάλληλο και
σταθερό περιβάλλον γι’ αυτές. Ακόμα λοιπόν κι αν δεν ορίσουμε το φορολογικό
συντελεστή, η διοίκηση επιβάλλεται να μελετά πρώτα με σοβαρότητα και κατόπιν να
ρυθμίζει το όποιο θέμα. Αν πάλι δε διαθέτει τα κατάλληλα στελέχη για να το
πράξουν, ή εμπλέκονται αλλότριο συμφέροντα, τότε δεν εξυπηρετεί τις ανάγκες μας
και πρέπει να «αναμορφωθεί» η ίδια εκ θεμελίων.
Θα αποφευχθούν έτσι φαινόμενα, όπως αυτό της θέσπισης 14 αμιγώς
φορολογικών νόμων, μέσα σε έξι χρόνια (2009 -2015). Στο ίδιο χρονικό διάστημα, προστέθηκαν
και λοιπές ομοειδείς διατάξεις, οι
οποίες επηρεάζουν έμμεσα ή εξειδικεύουν τις φορολογικές, ενώ η συνολική
«παραγωγή» ανήλθε σε περίπου 8.000 σελίδες νομοθεσίας.
Επιπλέον, θα λάβουμε υπόψη και όλες τις άλλες ρυθμίσεις
(εργατικές, ασφαλιστικές, διαδικασίες ίδρυσης και λειτουργίας κτλ), οι οποίες
ενδιαφέρουν έναν επενδυτή. Εύκολα κανείς, διαπιστώνει ένα χάος πολυνομίας,
κακονομίας, αλληλοεπικαλυπτόμενων ή αντικρουόμενων διατάξεων, συνεχούς προσθήκης
άσκοπων διοικητικών βαρών και εν γένει προσθήκης μη-παραγωγικού κόστους, στις
επιχειρήσεις. Εν ολίγοις, είναι προφανές ότι, το ίδιο κράτος που επιθυμεί την
προσέλκυση επενδύσεων, ταυτόχρονα θέτει και εμπόδια ώστε να τις απομακρύνει. Με
αυτά τα δεδομένα όμως, είναι πιθανό να δούμε επενδύσεις σε νέες καφετέριες
ίσως, αλλά πάντως όχι εκείνες τις οποίες χρειάζονται, ώστε να εκκινήσει η
διαδικασία της ανάπτυξης.
Χρήζει λοιπόν διευκρίνισης, τι είδους επενδύσεις
χρειαζόμαστε; Όμως, ένα τέτοιο ερώτημα, απαντάται μόνο από τη διαδικασία
στρατηγικής συναπόφασης, την οποία και πρότεινα προηγουμένως. Προσωπικά πάντως,
αντιλαμβάνομαι τις επενδύσεις, με τα εξής απαιτούμενα χαρακτηριστικά:
- Εισαγάγουν ή/και δημιουργούν νέα, τεχνογνωσία
- Έχουν αντικείμενο που προσφέρεται, για τη δημιουργία υψηλής προστιθέμενης αξίας
- Συμβάλλουν αποφασιστικά, στην αξιοποίηση του έμψυχου δυναμικού, ανακόπτουν και αποκαθιστούν τις απώλειες του brain-drain και επιδρούν στο μέγιστο δυνατό βαθμό στην καταπολέμηση της ανεργίας, με ποιοτικούς όρους
- Έχουν αξιόπιστο και βιώσιμο σχέδιο για την περαιτέρω ανάπτυξή τους, σε συνθήκες οξύτατου ανταγωνισμού
- Γενικά προσφέρουν, ποικίλα και πολλαπλασιαστικά οφέλη, τα οποία και εξυπηρετούν τους στρατηγικούς στόχους της οικονομίας, τους οποίους θα έχουμε ήδη προσδιορίσει
Κατόπιν αυτών, υπογραμμίζοντας δε και την ιδιαίτερη σημασία
που πρέπει να δοθεί στην προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, έχει ήδη
προσδιοριστεί ένας γενικός τύπος του επιθυμητού, δυνητικού επενδυτή. Από τη δική του πλευρά, θα αξιολογηθεί η
πιθανότητα πραγματοποίησης της επένδυσης, με πολλά κριτήρια και σε εξαντλητικό βαθμό. Όσο
μεγαλύτερη η δυνητική επένδυση, τόσο μεγαλύτερη και η έμφαση στη
λεπτομέρεια. Με άλλα λόγια, ιδιαίτερα
ένας ξένος δυνητικός επενδυτής, δε θα αποφασίσει την επένδυση με ψυχολογική
παρόρμηση, ή επειδή η Ελλάδα διαθέτει γαλανό ουρανό. Αντίθετα, είναι βέβαιο,
ότι θα θέσει για το όλο εγχείρημα ένα απλό ερώτημα. Είναι αυτή η επένδυση (στην
Ελλάδα), η καλύτερη (με τη μεγαλύτερη απόδοση) εναλλακτική που διαθέτω; Στη
θέση του, υπό τις συνθήκες που αναφέρθηκαν προηγουμένως, προσωπικά θα απαντούσα:
Όχι, έχω σαφώς καλύτερες εναλλακτικές.
Ας μη θεωρεί λοιπόν κανείς ότι η υφιστάμενη κατάρρευση των
μισθών, ή μια ευκαιριακή μείωση των φόρων, θα προσελκύσει επενδύσεις. Ο
επενδυτής, μεταξύ άλλων, ενδιαφέρεται και για την πολιτική, οικονομική και νομική σταθερότητα, καθώς και απλότητα των κανόνων (νομοθεσίας). Τον ενδιαφέρει επίσης, η κατάσταση και η διαφαινόμενη εξέλιξη,
δημογραφικών δεδομένων, ζήτησης/κατανάλωσης, ύπαρξης υποδομών, και κατάλληλων πόρων, ανθρώπινου δυναμικού
κοκ. Εφόσον λοιπόν, η οποιαδήποτε μείωση της φορολογίας, γίνεται σε μια χώρα με
συχνότατη αλλαγή των κανόνων, ο κοινός νους αναμένει αύξηση φόρων μετά λίγα
χρόνια ή μήνες. Τούτο όμως, προκαλεί αβεβαιότητα, αυξάνει το ρίσκο της
επένδυσης και αυτός είναι αρκετός λόγος, ώστε ο επενδυτής να στραφεί σε άλλες
εναλλακτικές. Ο ψυχολογικός παράγοντας ενυπάρχει ίσως σε μια απόφαση, όμως
είμαι βέβαιος ότι, δεν θα έχουμε έκρηξη επενδύσεων, κατόπιν «ενθουσιασμού» των
επενδυτών.
Θέλω όμως, να επανέλθω με λίγα λόγια, στα οικονομικά του
ίδιου του κράτους. Κατ’ αρχήν είναι γνωστές, αλλά και βάσιμες, οι αιτιάσεις
περί σπάταλου κράτους. Εκ νέου λοιπόν, η κοινή λογική επιβάλει τη σταδιακή,
μέχρι ολικής και οριστικής εξαφάνισης του φαινομένου. Ο αριθμός των υπαλλήλων
του στενού και ευρύτερου δημοσίου, εξαρτάται από το έργο που αυτό αναλαμβάνει
να εκτελέσει. Εξαρτάται επίσης, από την οργάνωση του κράτους, των υπηρεσιών και
των επιχειρήσεων (ΔΕΚΟ κλπ), οι οποίες βρίσκονται υπό αυτό. Φυσικά και δε
γνωρίζω, ούτε είμαι σε θέση να προτείνω το βέλτιστο αριθμό προσωπικού. Προτείνω
μόνο, ως επιτακτική ανάγκη, τον ορθολογισμό και στο δημόσιο. Φυσικά οι (τυχόν)
απολύσεις, θα ήταν άλλο ένα πλήγμα στην απασχόληση, και ειδικά σε συνθήκες
κρίσης δε με βρίσκουν σύμφωνο. Όμως η αναδιοργάνωση και η κοινή λογική, είναι
ζητούμενα εκ των ων ουκ άνευ. Ταυτόχρονα, οι επιχειρήσεις του δημόσιου τομέα,
θα πρέπει να παραμένουν σε αυτόν εφόσον, το τελικό κοινωνικό όφελος είναι
μεγαλύτερο από τις ζημιές που αυτές
παράγουν.
Ανακεφαλαιώνοντας, υπογραμμίζω την πεποίθησή μου ότι, όλα τα
προηγούμενα έχουν έννοια εφόσον, συντείνουν ώστε το μεν κράτος να είναι
οικονομικά ισχυρό και εύρωστο, ο δε λαός να βελτιώσει τα μέγιστα το επίπεδο ζωής
του και να ευημερεί. Συνεπώς, έχει εν τέλει ύψιστη σημασία, πως θα κατανέμεται
ο πλούτος που τυχόν παράγεται. Το κράτος, δεν έχει σκοπό το κέρδος, αλλά να
κατανείμει δίκαια τα έσοδά του (φόρους, εισφορές κλπ), στις ανάγκες της χώρας
(κοινές) και του λαού (κοινωνικές/ατομικές). Παράλληλα, πρέπει κατά τη γνώμη
μου, να διατηρεί έναν ουσιαστικό ρυθμιστικό ρόλο, προς όφελος της κοινωνίας,
ιδιαίτερα δε των πιο ασθενών ομάδων της. Εξάλλου, είναι αυτονόητη και η ανάγκη
διάθεσης οικονομικών μέσων, στο μέτρο που αυτά απαιτούνται, για σκοπούς όπως η
ανάσχεση της δημογραφικής απειλής ή η ενίσχυση της αποτρεπτικής ισχύος του
στρατεύματος.
Τέλος, στο καλό σενάριο, αν δηλαδή επιτευχθεί η ανάκαμψη της
οικονομίας, περάσουμε σε φάση σταθερής και πραγματικής (μη εικονικής)
ανάπτυξης, ο κόσμος έχει σταθερή και καλά αμειβόμενη εργασία, τότε μπορεί και
να είναι αδιάφορο αν θα έχουμε περισσότερο ή λιγότερο κράτος στην οικονομία. Μέχρι
τότε όμως, το κράτος είναι υποχρεωμένο, να παράσχει ποιοτικές υπηρεσίες στη
δημόσια εκπαίδευση και υγεία. Να μην αδιαφορήσει για τις ευαίσθητες κοινωνικές
ομάδες και εν γένει να σταθεί αρωγός στις ανάγκες επιβίωσης του λαού, στον
οποίο το ίδιο το κράτος και οι ηγεσίες του, επέβαλαν την πτώχευση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιό σας στο λευκό κουτί και αν θέλετε να ειδοποιηθείτε για την απάντηση τσεκάρετε το κουτάκι "Να λαμβάνω ειδοποιήσεις".